Η επόμενη ημέρα της επανεκλογής του Νίκου Ανδρουλάκη βρίσκει τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη να έχει επικοινωνήσει με τον επανεκλεγέντα Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, εκφράζοντας την επιθυμία του να έχουν σύντομα μία συνάντηση, ενώ την ίδια ώρα το κυβερνών κόμμα επαναλαμβάνει στον δημόσιο λόγο του την επιθυμία να υπάρξει μία αξιόπιστη και σοβαρή αντιπολίτευση που θα διατυπώσει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, επαναλαμβάνοντας πως κάτι τέτοιο θα βοηθήσει και την χώρα και την ίδια την κυβέρνηση.
Σε ότι αφορά μία ενδεχόμενη συνάντηση των δύο ανδρών, επί της ουσίας εκκρεμεί από την πρώτη κιόλας εκλογή του κ. Ανδρουλάκη, το 2021. Ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει- στην τότε τηλεφωνική επικοινωνία για να τον συγχαρεί για την εκλογή του- την πρόθεση να συναντηθούν, κάτι που επιβεβαιώθηκε σε σύντομη συνομιλία τους λίγες εβδομάδες μετά στο περιστύλιο της Βουλής, ραντεβού όμως δεν κλείστηκε ποτέ- πολύ περισσότερο όταν λίγους μήνες μετά ήρθε στο προσκήνιο και η υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.
Ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε πολλές φορές έκτοτε πως ο ίδιος είχε ζητήσει δύο φορές συνάντηση και καταλόγιζε στον κ. Ανδρουλάκη ότι την απέφυγε επιμελώς. Το Μέγαρο Μαξίμου είχε ενοχληθεί ιδιαίτερα και από την θέση του κ. Ανδρουλάκη πριν από τις εθνικές του 2023- όταν λόγω απλής αναλογικής είχε φουντώσει τότε η συζήτηση περί κυβερνήσεων συνεργασίας- ενάντια στο ενδεχόμενο να είναι πρωθυπουργός ο κ. Μητσοτάκης σε μία πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας.
Χαρακτηριστικό πάντως της οπτικής του Μεγάρου Μαξίμου είναι το γεγονός ότι στην ΔΕΘ του 2022 ο κ. Μητσοτάκης καταλόγιζε ευθέως στον κ. Ανδρουλάκη ότι είχε μία «προαποφασισμένη γραμμή ρήξης με την ΝΔ» και ότι το «πραγματικό σφάλμα» της παρακολούθησης ήταν «βούτυρο στο ψωμί» του κ. Ανδρουλάκη και τον βοήθησε να πορευτεί σε αυτή την προαποφασισμένη γραμμή.
Στην ίδια συνέντευξη τύπου ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε μάλιστα πως όλη η στάση του ΠΑΣΟΚ και του κ. Ανδρουλάκη το τελευταίο διάστημα έκανε τον ίδιο να πιστεύει «ότι είναι εξαιρετικά κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ» και ότι «αυτή η προσπάθεια περί δήθεν ίσων αποστάσεων μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ δεν ανταποκρίνεται, μάλλον, στα ειλικρινή αισθήματα και στις επιθυμίες του κ. Ανδρουλάκη».
Το Μαξίμου και ο «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ»
Διαρκής είναι άλλωστε και ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι το ΠΑΣΟΚ εξελισσόταν σε «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ» ακολουθώντας μία αντιπολιτευτική τακτική «όχι σε όλα», όπως δήλωσε και μόλις προ ημερών ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης μετά το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εσωκομματικών εκλογών.
Τα δεδομένα πάντως μετά την επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη είναι σίγουρα διαφορετικά όσον αφορά την δυναμική του ίδιου του ΠΑΣΟΚ μέσα σε ένα πολιτικό σκηνικό που μετά τις ευρωεκλογές δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά απόλυτης κυριαρχίας της ΝΔ που είχαν προκύψει από τις εθνικές κάλπες του 2023.
Είναι σαφές και στο ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου αναγνωρίζουν πως το ΠΑΣΟΚ έχει πλέον προϋποθέσεις να καταστεί βασικός πολιτικός αντίπαλος για τη ΝΔ, η οποία θα επιχειρήσει να του ασκήσει πίεση σε ζητήματα που θεωρεί ότι μπορεί να αναδείξουν και εσωτερικές διαφοροποιήσεις, όπως τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια, η επιστολική ψήφος και στις εθνικές εκλογές, αλλά και η υποχρέωση για κοστολόγηση κάθε δαπάνης που προτείνεται δεδομένου του πλαισίου των νέων δημοσιονομικών κανόνων στην ΕΕ.
Η αλήθεια είναι ότι στο Μέγαρο Μαξίμου υπάρχει η άποψη πως η εμφάνιση ισχυρού δεύτερου κόμματος θα μπορούσε να λειτουργήσει συσπειρωτικά για την εκλογική βάση της ΝΔ συμβάλλοντας στην ανακοπή των διαρροών προς τα δεξιά, καθώς- σύμφωνα με την συγκεκριμένη ανάλυση- θα επικρατήσει στην περίπτωση αυτή η «μεγάλη εικόνα» που έχει να κάνει με την συνέχιση μίας συνολικά θετικής πορείας της χώρας και όχι επιμέρους διαφωνίες και πικρίες που προκαλούν τις διαρροές αυτές.
Την ίδια ώρα όμως, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και για το κυβερνών κόμμα είναι ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει στους πολιτικούς συσχετισμούς η νέα πραγματικότητα της εσωκομματικής ισχυροποίησης κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ (Π. Γερουλάνος και κυρίως Α. Διαμαντοπούλου) που έχουν σημαντική επιρροή σε ψηφοφόρους του κέντρου στους οποίους κατεξοχήν απευθύνεται και ο κ. Μητσοτάκης.
Στον βαθμό λοιπόν που οι πρωτοβουλίες του κ. Ανδρουλάκη την επόμενη ημέρα, επιτύχουν να διασφαλίσουν την σύνθεση και το κλίμα ενότητας που αναδεικνύεται από τις εσωκομματικές κάλπες, θεωρείται πολύ πιθανό να ενισχυθεί η εικόνα του ΠΑΣΟΚ στο χώρο του κέντρου. Και στην προσπάθειά του το Μέγαρο Μαξίμου να διαχειριστεί μία τέτοια πραγματικότητα μάλλον δεν μπορεί να προσδοκά πλέον στην δυναμική του λεγόμενου αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου το οποίο λειτούργησε τα προηγούμενα χρόνια ως σταθερή βάση για προσέλκυση από τον κ. Μητσοτάκη ψηφοφόρων του κέντρου, σήμερα ωστόσο απομακρύνεται ως…φόβητρο λόγω των σοβαρών κλυδωνισμών που αποδυναμώνουν περαιτέρω τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η πραγματικότητα μάλιστα είναι πως η επιρροή της ΝΔ στο χώρο του κέντρου έχει αρχίσει να βαίνει μειούμενη μετά τις εθνικές κάλπες του 2023- όταν είχε αναδειχθεί καθαρά πρώτο κόμμα (και) στους ψηφοφόρους που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι- και αυτό αποτυπώθηκε και στις πρόσφατες ευρωεκλογές όπου πρώτο ήταν το ΠΑΣΟΚ.
Όλα αυτά φέρνουν τη ΝΔ μπροστά και σε έναν υπαρκτό κίνδυνο να βρεθεί σταδιακά το επόμενο διάστημα αντιμέτωπη με μία σημαντική, αμφίδρομη πίεση, όχι μόνο στα δεξιά- που αποτελεί εδώ και καιρό βασικό στοιχείο προβληματισμού και εσωκομματικών τριβών που αγγίζουν και την ΚΟ- αλλά αυξανόμενη και προς το κέντρο σε περίπτωση που η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ καταφέρει να κεφαλαιοποιήσει με τις πρωτοβουλίες της επόμενης ημέρας τα κέρδη από τις θετικές εντυπώσεις της εσωκομματικής του διαδικασίας.