Σε ράλι, χωρίς “φρένο”, εξελίσσονται οι τιμές των ακινήτων στη χώρα μας κάνοντας σχεδόν αδύνατη την απόκτησή τους από σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας το οποίο διαβιεί με χαμηλά έως μεσαία εισοδήματα.
Αυτό επισημαίνει σε ειδικό κεφάλαιο η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που παραδόθηκε στη Βουλή, κρούοντας το “καμπανάκι” για το οξύ στεγαστικό πρόβλημα στη χώρα μας το οποίο απαιτεί λύσεις, εδώ και τώρα, όπως μέτρα για τη διευκόλυνση απόκτησης στέγης από νοικοκυριά (μέσω χαμηλότοκων επιδοτούμενων δανείων από Τράπεζες) και ενίσχυση στην προσφορά προσιτής στέγης κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Οι τιμές των ακινήτων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, έχουν αυξηθεί 66,4% τα τελευταία 7 χρόνια, ενώ μόνο το α΄ τρίμηνο φέτος προστέθηκε νέα αύξηση κατά 10,4%. Οι παραπάνω αυξήσεις των ακινήτων, όπως σχολιάζεται στην έκθεση, έχουν αποκλίνει σοβαρά από την αγοραστική δύναμη του Ελληνα η οποία, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν υπολείπεται απλώς της Βουλγαρίας μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαικής Ένωσης.
Αποτέλεσμα αυτών να καθίσταται δύσκολη έως απίθανη η απόκτηση στέγης για το 1 εκατομμύριο σήμερα νοικοκυριά που ζουν σε καθεστώς ενοικίων που κι αυτά έχουν εκτιναχθεί στα ύψη,όπως ανάλογη εικόνα εμφανίζουν και τα επαγγελματικά μισθώματα.
Οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων από την την άλλη αποτελούν αποτελούν προσοδοφόρα ενασχόληση για κατόχους πολλών ακινήτων (αποκαλούμενους ως ραντιέρηδες) που ως εισοδηματίες (εκτιμάται ότι ξεπερνούν τις 200.000) εμφανίζουν υψηλά εισοδήματα στην εφορία.
Το ράλι στις τιμές αποδίδεται στην έκθεση της ΤτΕ και στην αύξηση της ζήτησης ακινήτων από ξένους επενδυτές η απλώς συνταξιούχους που αναζητούν μια εξοχική κατοικία στη χώρα μας.
Οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων θα συνεχιστούν καταλήγει η έκθεση της ΤτΕ επισημαίνοντας πως “διαμορφώνονται επίπεδα τιμών δυσανάλογα προς το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων”.